-
1 περικαταλαμβάνω
2 overtake,περικαταλαμβάνει γὰρ ὁ νέος [καρπὸς] ἀεὶ τὸν ἔνον Thphr.HP4.2.5
, cf. 3.4.5, 3.16.1, D.S.4.54, 20.74, al.;θάλασσα π. τοὺς Αἰγυπτίους J.AJ2.16.3
:—[voice] Pass., Archyt.1, J. AJ20.4.1; π. τῇ ὥρᾳ to be overtaken by.., Thphr.CP 2.81 ; π. ὑπὸ τοῦ ῥεύματος, ὑπὸ τῆς φλογός, Arist.Mu. 400b1, Plb.14.4.10 ; περικαταλαμβανόμενος τοῖς καιροῖς compelled by circumstances, Id.16.2.8.II intr., περικαταλαβούσης τῆς ὥρας the season having come round or returned, Thphr.Od.39.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περικαταλαμβάνω
См. также в других словарях:
περικαταλαμβάνω — Α 1. περιβάλλω, περικλείω από παντού 2. καταφθάνω, προφταίνω («πολλοὶ δὲ περικαταληφθέντες ὑπὸ τῆς φλογὸς κατεπρήσθησαν», Πολ.) 3. παθ. περικαταλαμβάνομαι αναγκάζομαι («περικαταλαμβανόμενος τοῑς καιροῑς» αναγκαζόμενος από τις περιστάσεις, Πολ.) 4 … Dictionary of Greek